- εκών
- -ούσα, -όν (AM ἑκών, -οῡσα, -όν)αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντήςαρχ.1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» — επίτηδες αποτύγχανε)2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» — όσο εξαρτάται από μένα, όσο για μέναβ) «ἑκών ἄκων» — με τη θέλησή μου ή όχιγ) «ἑκών παρ' ἑκόντος λαμβάνειν» — κατά αμοιβαία συναίνεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. τ. μετοχής που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. usant- (θηλ. uśat-i), στο οποίο απαντά η μηδενισμένη βαθμίδα τής αρχικής ΙΕ ρίζας *wek- «θέλω, εύχομαι». Η απαθής βαθμίδα τής ρίζας τού ελληνικού τύπου εκών είναι υστερογενής και, μολονότι απαντά σε τύπους οριστικής άλλων γλωσσών (πρβλ. χετ. uek-mi, αρχ. ινδ. vaś-mi «εύχομαι, επιθυμώ, απαιτώ»), στην Ελληνική δεν έχει διασωθεί αντίστοιχος τ. (*Fεκ-μι). Η σημασία του δηλώθηκε στην Ελληνική από τα ρήματα βούλομαι και εθέλω. Στην ίδια ρίζα ανάγονται και τα εκάεργος*, ένεκα*. Τέλος η δασύτητα εξηγείται πιθ. αναλογικά προς το έ*].
Dictionary of Greek. 2013.